χλωροτολουόλιο

χλωροτολουόλιο
το, Ν
χημ. συνοπτική ονομασία τριών μονοκυκλικών αρωματικών οργανικών ενώσεων, μονοχλωριωμένων παραγώγων τού τολουολίου, ισομερών μεταξύ τους, γνωστών και ως χλωρομεθυλοβενζόλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. chlorotoluene < chloro- (< χλωρ[ο]-*) + toluene «τολουόλιο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χλωρομεθυλοβενζόλιο — το, Ν χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης χλωροτολουόλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. chloromethylbenzene] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”